στοκάρω

στοκάρω
Ν
καλύπτω επιφάνεια ή ανωμαλία ή φράζω οπή ή χαραμάδα με στόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stoccare (βλ. λ. στόκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στοκάρω — στοκάρω, στόκαρα και στοκάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στοκάρω — (λ. ιταλ.), στοκάρισα, στοκαρίστηκα, στοκαρισμένος, καλύπτω μια επιφάνεια με στόκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιπλάσσω — (Α ἐπιπλάσσω και αττ. τ. ἐπιπλάττω) [πλάσσω] νεοελλ. καλύπτω σχισμές, ρωγμές κ.λπ. με πλαστική ύλη, στοκάρω αρχ. 1. επιθέτω, αλείφω πάνω σε κάτι («γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει», Ηρόδ.) 2. βουλλώνω, φράζω («ἐπιπλάσσειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • στοκάρισμα — το, Ν [στοκάρω] η επίχριση επιφάνειας ή η έμφραξη χαραμάδας με στόκο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”